top of page

Εισήγηση του κ.Βαγγέλη Φίλου

Λίλιαν Μπουράνη

Ερώματα: Ένα θλιμμένο χαμόγελο

 

Λέω να ξεκινήσω από το τίτλο αυτής της συλλογής, όπου ο έρωτας και το άρωμά του, οπού ο χορός των αισθήσεων και ο σπαραγμός των αισθημάτων, οπού, κυρίως, η λέξη που ηχεί ως έναρξη και διαβάζεται ως κωδικός οδοδείκτης μιας μοναδικής περιπλάνησης στα εσώτερα της ανθρώπινης ύπαρξης. Διαβάζω:

 

Σε ψάχνει η νύχτα. / Όχι μη βγαίνεις / δεν τέλειωσα με τα κοψίματα… / κι έχω / ένα μουτζουρωμένο βλέφαρο /- επιτοίχιο ρολόι- / που γρατζουνάνε πάνω του / οι λεπτοδείχτες / κάθε που αργεί να κλάψει…

 

Έχει μια μεγαλοπρέπεια, εδώ, σ’ αυτή την περιπλάνηση, ο θρήνος. Ακούγεται παντού ο ήχος ενός βηματισμού με αδιόρατη την αστάθεια του. Γιατί όσο γυμνή αποκαλύπτεται η τραγική πραγματικότητα των συντελούμενων, άλλο τόσο προβάλλει η αξιοπρέπεια , δείγμα της θέλησης να είναι όρθια η πτώση, να κρατηθεί, στα κρυφά, η ελπίδα της ανόρθωσης. Δεν υπάρχει καμιά αγωνία φωτός σ’ αυτή την ποίηση. Αντίθετα αφήνεται να χυθεί ανεμπόδιστα το σκότος, να φτάσει το όν ως την συντριβή και την απόγνωση, για να αναδυθεί από εκεί αβίαστα η όποια υποψία φωτεινού νεφελώματος.

Διαβάζω πάλι:

 

…την ήττα μου θ’ αφήσω / απ’ τα δάχτυλα / το στόμα / της σάρκας τη μοιραία / ακυβερνησία / να τσακιστεί στον αφρό / ενός μακρινού οργασμού / που κι απόψε / δε θα σε φτάσει.

 

Μοιάζει ο έρωτας να είναι ο πρώτος του χορού σε αυτή την ποιητική τελετουργία, ωστόσο, τούτος ο έρωτας ενδύεται το όλον του, για να είναι πόθος και στέρηση μαζί, πάθος και αίσθημα γαλήνιο, ηδονή και πόνος, προσδοκία και απώλεια, ζωή και θάνατος.

Σε μια μεγαλειώδη ποιητική στιγμή, το «ζεϊμπέκικο», γίνεται χορός μιας σύνθεσης που διαγράφει όλο το πλάτος των αντιθέσεων από την πτώση ως την ανόρθωση από το γήινο έως το ουράνιο, από την αιώρηση του αετού έως την καθήλωση του Εσταυρωμένου.

Δεν είναι λοιπόν , εδώ σ’ αυτό το ποίημα, ο ερωτισμός παρών μόνον ως πόθος, αλλά ως μια σύνθεση αισθημάτων, όπου ο άντρας- πρότυπο υπάρχει σε όλους τους σπαραγμούς και τα πετάγματα του. Από το κορυφαίο λοιπόν αυτό ποίημα διαβάζω:

 

Την ώρα που ενδύεσαι / το ιερό σου σχήμα / κι αριστερόστροφα / κυκλώνεις το βωμό / ζυγίζοντας τα χέρια / πότε σε αιώρηση αετός / και πότε Εσταυρωμένος / σε αναγνωρίζω άντρα. / Δρεπανωτά το σώμα σου / την ήττα όταν θερίζει/σε πίνω απ’ τον ιδρώτα / κι απ’ του γονάτου, σ’ αγαπώ, / το σπάσιμο, / μετρώντας εννιά φορές το μπόι σου / κι εννιά φορές την πτώση…

 

Όμως ο Έρωτας είναι παρών και με όλη την μεγαλειότητα της σάρκας του . Εδώ, η ποιητική γραφή υπερβαίνει τους εκφραστικούς δισταγμούς, όχι για να κάνει επίδειξη αλλά για να σφραγίσει την τέλεια ευαισθησία των νοημάτων. Είναι χαρακτηριστικό το υπέροχο ποίημα «Επί του τάφου» από το οποίο διαβάζω:

 

Το πιο σπαρακτικό επιτάφιο δάκρυ /το είδα να κυλά από έναν φαλλό / την ώρα που θυσίαζε /κάποια μονάκριβη / ειλικρινή του επιθυμία. /Και τότε /πρόσταξα το σώμα μου ν’ ανθίσει /σαν έφηβης παρθένας /για να τον στεφανώσει. / Μα ήμουν ολόκληρη Σταυρός. /Ανάβλυζε το αίμα /απ’ το δεξί μου μάγουλο / κι απ’ της καρδιάς τα’ αγκάθι.

 

Εδώ η ηρωίδα γίνεται Ιέρεια σε μια τελετουργία εξαγνισμού των φθαρτών και συμφιλίωσης του ταπεινού με το ύψιστο. Οι πιστοί προσέρχονται γυμνοί κι αληθινοί στο βωμό, οπού η θυσία της «μονάκριβης» και η επιθυμία του απόλυτου. Καιροφυλακτεί όμως, η πραγματικότητα του Σταυρού, ως υπενθύμιση της τραγικότητας του αδυνάτου.

Επανέρχομαι όμως, στον καθολικό ανθρώπινο σπαραγμό, οπού η βασίλισσα μοναξιά οπού ο ψίθυρος και η βουβή κραυγή όχι ως χαρακτηριστικό άρνησης του τραγικού, αλλά ως αταλάντευτη επιβεβαίωσή του. Το χέρι με το νυστέρι δεν τρέμει καθώς ανοίγει την πληγή να στάξει ο πόνος, το βλέφαρο δεν παίζει καθώς ορθάνοιχτο το μάτι αντικρίζει τον άλλον που συνεχώς είναι το είδωλό του, και το είδωλο του ειδώλου… οι στίχοι, λιτοί απέριττοι, χτίζονται με χαμηλόφωνες καλοδιαλεγμένες λέξεις, μετρημένες, όσες χρειάζονται για να υψωθεί ο ίσκιος- όπου θα αναζητήσει ο καθείς τον έγκλειστό του-για να δημιουργηθούν οι σιωπές οπού θα αφουγκραστεί το βαθύ μέσα κλάμα .

Από το ποίημα, «Για την Άννα»:

 

Χτες που ξανακοίταξε το ρολόι / η ίδια ώρα ήταν. / Οι παρόντες, παρόντες / και οι απόντες / συνεπείς στην απουσία τους. / Κάποιος γελάει δίπλα. / Είναι άλλος. / Πάντα είναι άλλος. / Κάποιος κλαίει μέσα. / Είναι πολύ μέσα. / Δεν ακούγεται.

 

Υπάρχουν στιγμές ποιητικές, στη εδώ δημιουργία, όπου αλαφραίνει η ύπαρξη, στη συντελούμενη συντριβή, αλαφραίνει το ποίημα και γίνεται ένας ρυθμικός ήχος απουσίας, μια διαδοχή αλλεπάλληλων εικόνων, ένα σύμβολο αφηρημένης τέχνης, έξοχο δημιούργημα αφαιρετικής σύνθεσης. Παρουσιάζω εδώ ένα τέτοιο δείγμα:

 

Πρέπει να μάζεψα / τα πράγματά μου / σε κάποια στιγμή έκστασης. / Μάλλον σήκωσα / και τους τοίχους / γιατί / η πόρτα αυτονομήθηκε. / Ανοιγοκλείνει στο κενό / έκτοτε. / Θα μπεις; / Θα βγεις; / / Έρχεται βροχή.

 

Η καταβύθιση στην υπαρξιακή θλίψη όσο κι αν συντελείται απόλυτα και καταλυτικά δεν οδηγεί στην πλήρη εξουθένωση και τον μηδενισμό. Η τρυφερότητα και η ευαισθησία είναι παρούσες σε όλους τους κατακλυσμούς, χαρίζοντας ομορφιά στο μαύρο και αφήνοντας ίχνη λευκής προσδοκίας. Διαβάζω από το ποίημα, «Λευκή μελαγχολία- Τα τζάμια»

 

Λευκή μελαγχολία / είναι της νύχτας / το μισοπαιγμένο βάλς / και η πρόβα του χορού / στο τρίτο στάσιμο σταματημένη / «ο δ’ έχων μέμηνεν!».

 

Και από το ποίημα « Ανισότητες»

Κι εκβάλλω απ’ τη θάλασσα / γυμνή, / σαν ανοιγμένο όστρακο / ακουμπώ / στην κοιλιά σου. / Μη σαλεύεις!
 

 

 

 

bottom of page