top of page
 

Κι εκεί όπου οι αγαπημένες απουσίες σφραγίζονται από διαπιστώσεις τελεσίδικες κι εκεί η τραγωδία των αντιθέσεων δημιουργεί ροές συναισθημάτων έξω από τα διατυπωμένα νοήματα. Είναι τόσο δυνατές οι προσδοκίες που εικονίζονται ως λάμψεις που η ματαίωση περιορίζεται στο παρελθόν και στο παρόν, εν τέλει. Σε ένα- έστω ακαθόριστο-μέλλον προβάλλει η ελπίδα της πραγμάτωσης. Διαβάζω:

 

Σχήμα παλιό / που δε σε χωρά / ετούτη η νύχτα. / Να λείπεις ο μισός / κι ο άλλος μισός να κρύβεσαι / στις σκιές των περαστικών. / Κι είχα καιρό ν’ ανάψω / τόση Πανσέληνο…

 

Η ηρωίδα σ’ αυτό το ποιητικό έργο κατέρχεται στο σκοτεινό λαβύρινθο χωρίς δισταγμό. Είναι ο δρόμος της μοίρας της που δεν της υπόσχεται κάποια φωτεινή έξοδο, ούτε κανένα μυθικό μίτο επιστροφής. Φαίνεται πως δεν υπάρχει επιστροφή, παρά μόνο ως έκρηξη που θα δημιουργήσει ξανά πάνω στη λύτρωση του χαμού.

Τη βλέπουμε στο «Ημιτελές πορτρέτο» να διασχίζει «κατακόρυφα» τη «ρωγμή» «του χρόνου» «αιμορραγώντας» « το πιο βαθύ ιώδες»- οι τελευταίες λέξεις από τους στίχους της.

Ταυτόχρονα όμως την ακούμε να δίνει οραματικά, στο ίδιο ποίημα, μέσα από την εικόνα της δημιουργίας μιαν άλλη αίσθηση ζωής , έξω από τα όρια της μοίρας της:

 

Μεθυσμένο / σε φαντάζομαι /… / να αδειάζεις τον πυρετό σου / -χιλιάδες χρώματα / ηφαιστειακά / από μια εκρηξιγενή / ερωτική φλέβα..

 

Τη βλέπουμε, αλλού, να χάνεται «στον αφαλό της λίμνης» εκεί στο πιο ψηλό βουνό και να είναι αυτή η φυγή όχι χαμός αλλά ανάληψη.

Διαβάζω, αποσπασματικά:

 

Εφτά ουρανούς / γυμνό βουνό / την είδαν που σκαρφάλωνε / … / την είδαν που το χέρι της / έφτανε στη Σελήνη, /… / Μα ένα πρωί την έχασαν / τα ένοχα τα μάτια, / εφτά ουρανούς / ξετύλιγο / του κόσμου το κουβάρι / το πέταξε / και χάθηκε / στον αφαλό της λίμνης…

 

Την ακούμε στο «Δέντρο» να μας επιβεβαιώνει τις σκέψεις μας πώς έχουμε εδώ μια υπαρξιακή περιπλάνηση, όπου και η αυταπάτη και η ματαιότητα δημιουργούν μια ξεχωριστή Οδύσσεια, με συνεχή τη δοκιμασία και ακατόρθωτη την επιστροφή , όμως με ανοιχτή την προοπτική ενός νέου ονείρου. Οι ρίζες κρατάνε την ύπαρξη σε μιαν παράξενη συντήρηση της ζωής, οπού η φωτοσύνθεση έχει αντικατασταθεί από τη νυχτοσύνθεση.

 

Είμαι ένα δέντρο γυμνό / που πληθαίνει στη ρίζα / … / είναι οι στήμονες κομμένοι / μη γίνει ο ύπνος μου μυριστικός και λιγοθυμήσει / κανένα όνειρο ανήλικο / μες στο αειθαλές δικό μου… / Μου ανήκει το τρέμουλο μιας πλάτης / που ακούμπησε φευγαλέα / ο δισταγμός του μαχαιριού / πριν με χαράξει για πάντα.

 

Και το τρέμουλο, σκίρτημα ζωής, και ο δισταγμός, σημείο ζωντανής ευαισθησίας αφήνουν ως υποψία την ελπίδα μιας άλλης ύπαρξης που θα ανασυντεθεί μες στα εσωτερικά της συντρίμμια, μιας ύπαρξης που θα χαρεί και θα ζήσει και τα μικρά, τα απλά, τα όμορφα.

Διαβάζω αποσπασματικά και σκόρπια:

 

…με χάρτινα μικρά βαρκάκια / να με διαπλέεις όταν χαλάει ο καιρός… Νυν και αεί! αγάπη μου / φαλτσάρει ο ψάλτης ήχος / μα εσύ κοιμήσου… Καρδιά μου, εγκοπή. / Χαραμάδα θλίψης / σε εξώφυλλο χαμόγελο. / Καρδιά μου, επιθυμία… 

 

«Ερώματα», ένα θλιμμένο χαμόγελο. Αβίαστα καταλήγω σ’ αυτό τον τίτλο που από πρώτη ματιά φαίνεται να αγνοεί τον πόνο και την απόγνωση του υπαρξιακού δράματος που αναδεικνύει αυτή η ποίηση.

Φρονώ ότι όχι μόνο δεν τον αγνοεί, αλλά τον σφραγίζει, τον επιβεβαιώνει και κάνει ένα ακόμα βήμα. Γιατί η θλίψη είναι , τελικώς, η υπέρβασή του πόνου. Για τούτο ακριβώς το λόγο τα πιο σπαρακτικά, λέγονται ήρεμα, χαμηλόφωνα. Δεν έχουν εδώ θέση οι κραυγές, οι γοεροί θρήνοι, το φανταχτερό κόκκινο, οι λέξεις που σκίζουν τις σάρκες και ανοίγουν τις πληγές. Εδώ κυριαρχεί η λιτότητα. Τα ποιήματα δομούνται με τη λογική της αφαίρεσης, αυτή που περιορίζει τη χρήση των εκφραστικών μέσων, δίνοντας πλάτος και βάθος στα νοήματα, δημιουργώντας τις σιωπές εκείνες που επιτρέπουν στον αναγνώστη να συμμετέχει στα ποιητικά δρώμενα, ενεργοποιώντας τις δικές του παλμικές κινήσεις που προκαλεί το ποίημα.Όμως αυτή η λιτότητα δεν αντιστρατεύεται τον ρυθμό και τη μουσικότητα του στίχου, αντίθετα τα υπηρετεί. Και κυρίως υπηρετεί την διαδοχή αλλεπάλληλων εικόνων που είναι ό,τι καλύτερο για την ποίηση. Συνοδεύεται μάλιστα αυτή η λιτότητα από μια διάχυτη ευαισθησία αλλά και από την συνεχή-αν και μετρημένη- παρουσία του συναισθήματος. Φαίνεται πώς είναι αυτό το συναίσθημα που πυροδοτεί την γενικότερη υπαρξιακή ανάφλεξη και που εν τέλει συντηρεί και την προσδοκία.

Η Λίλιαν Μπουράνη μας έδωσε με αυτή την ποιητική της συλλογή, δείγματα υψηλής τέχνης. Θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει ότι όπου η έμπνευση είναι δυνατή, η γραφή υπερβαίνει τις λογοτεχνικές επιρροές και τα δανεικά σχήματα και η ποιήτρια δημιουργεί μοναδικά με τη δική της προσωπική σφραγίδα. Έχουμε, εδώ, μια ώριμη ποίηση, παρά το γεγονός ότι είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή.

Είχα τη χαρά να διαβάσω και μια δεύτερη ποιητική συλλογή που είναι αναρτημένη στην ηλεκτρονική της σελίδα. Με σιγουριά μπορώ τώρα να πω ότι η συνέχεια αναμένεται ακόμα καλύτερη.

Ένα ποίημα συντίθεται σε τρία στάδια. Στα δύο πρώτα, της σύλληψης, της γραφής και της επεξεργασίας έχουμε τον δημιουργό αντιμέτωπο με το ποίημα. Στο τρίτο στάδιο ο δημιουργός είναι απών. Εδώ ο αναγνώστης προσθέτει, αφαιρεί, με βάση τους δικούς του κραδασμούς, τους προβληματισμούς και τους στοχασμούς του, κρατώντας αναλλοίωτο το κύτταρο της ποιητικής δημιουργίας. Εδώ ο αναγνώστης με την μία ή και τις πολλαπλές, συνήθως, αναγνώσεις ολοκληρώνει την ποιητική σύνθεση βάζοντας την δική του προσωπική σφραγίδα. Θα αισθανόμουν ευτυχής αν για αυτή την ξεχωριστή τελετουργία, έδωσα με την ομιλία μου ερεθίσματα μιας γόνιμης συμμετοχής σας.

 

Σας ευχαριστώ

Βαγγέλης Φίλος

bottom of page