top of page

 

Σπαραγμός καρδιάς και θρήνος η σύνθεση «Ακτήμων λύπη», αφιερωμένη στον Νικόλα, λατρεμένο πρόσωπο της ποιήτριας που πρόσφατα έφυγε από κοντά της… Μια εξαιρετική έκφραση του μοτίβου του θανάτου, της οριστικής απώλειας…

 

Στάχυασε ο κάμπος
και θρηνώ
τα σφιχταγκαλιασμένα
όταν σφυρίζει από μακριά
το αδόκητο δρεπάνι.
Απ’ τη σπορά
ως τον θερισμό
τίποτα δεν μου ανήκει.
Οφείλω σαν κολίγας.
Το αίμα,
τον ιδρώτα μου
κι όσους πολύ αγαπάω.

 

Το προτελευταίο ποίημα της συλλογής φέρει τον τίτλο «Χαρακίρι». Πρόκειται για μία πραγματικά αριστουργηματική σύνθεση, της οποίας πηγή έμπνευσης είναι η ίδια η ποίηση. Η Λίλιαν Μπουράνη αποπειράται, εδώ, να δώσει τον δικό της, τον προσωπικό της ορισμό για τον ποιητικό λόγο…

 

 

Κάθε ποίημα είναι
ένα αποτυχημένο χαρακίρι.
Ξεκινάς με τη βεβαιότητα
ότι κρατάς την πιο αιχμηρή λέξη
και καταλήγεις ν’ αναρωτιέσαι
αν το επόμενο θα σε λυτρώσει
με κάποια
που κόβει καλύτερα.

 

Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του ποιητικού έργου της Λίλιαν Μπουράνη είναι η λιτότητα της γραφής. Συνθέσεις που διακρίνονται για τη συντομία τους, αποτελούμενες συχνά από στίχους μονολεκτικούς. Η λιτότητα, όμως, αυτή είναι αναμφίβολα αντίστροφα ανάλογη προς τον βαθύτατο στοχασμό της ποιήτριας.

 

Στα ποιήματα της Λίλιαν Μπουράνη δεν συναντάμε πομπώδεις και υψηλών τόνων εκφράσεις. Λίγα, αλλά σοφά επιλεγμένα επίθετα (όπως: εύκρατες σιγουριές // οθόνες ιριδίζουσες // λευκή μελαγχολία // άκλαυτη πέτρα / αμίλητη // εκρηξιγενής / ερωτική φλέβα // ορίζοντας πετρόχτιστος), ακόμη πιο λίγες μετοχές (όπως: μισοπαιγμένο βαλς // πεινασμένη καληνύχτα // θρυμματισμένο μάτι // ηττημένος μονομάχος // τα σφιχταγκαλιασμένα // τηγμένο σίδερο) και ελάχιστα επιρρήματα (όπως: αριστερόστροφα / κυκλώνεις το βωμό // δρεπανωτά το σώμα σου / την ήττα όταν θερίζει // διασχίζω κατακόρυφα / του χρόνου την ρωγμή) εμπλουτίζουν τους στίχους με θεσπέσιες εικόνες, τους προσδίδουν μουσικότητα και, αναμφισβήτητα, συμπληρώνουν τις ιδέες της ποιήτριας….Κάποιες φορές, το φυσιολατρικό στοιχείο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην διατύπωση των σκέψεων αλλά και των αισθημάτων της ποιήτριας… (Αν είσαι άμμος κινούμενη / μάτι κυκλώνα στον τροπικό / ή στα όρη / άγνωστο ναρκοπέδιο // κι εκβάλλω απ’ τη θάλασσα // τα γέλια του κόσμου / κρεμασμένα στον πευκώνα // την είδαν που σκαρφάλωνε / - ως την κορφή της Nanga - / Την είδαν που το χέρι της / έφτανε στη Σελήνη // ν’ αδειάζεις τον πυρετό σου / - χιλιάδες χρώματα / ηφαιστειακά - // Κι είχα καιρό ν’ ανάψω / τόση Πανσέληνο, / τόση Πανσέληνο, / για να μ’ επιθυμήσεις // Καρδιά μου, ποτάμι. / Δέλτα του Νείλου / δίκλωνο / που χύνεσαι στη θάλασσα / από δυο πληγές ισόβαθες. / Καρδιά μου, επιθυμία. / Ορίζοντα πετρόχτιστε. / Του ανέμου πέρασμα / ανοιχτό / και βορεινό παράθυρο. // Είμαι ένα δέντρο γυμνό / που πληθαίνει στη ρίζα. / Δεν έχω ίσκιο. Τα φύλλα μου στη γη τα ρίχνω / για ν’ αφρατεύει το χώμα / κι απ’ τα λουλούδια μου / είναι οι στήμονες κομμένοι… / Ανήκω μόνο στη βροχή / στον άνεμο / και στην βουρκωμένη / ερημιά του τοπίου. // Στάχυασε ο κάμπος // Το βράδυ άκουσα να χιονίζει / στον διάδρομο… / Εδώ ακόμη, Σαχάρα).
 

Αξιοσημείωτες και κάποιες παρομοιώσεις και προσωποποιήσεις, οι οποίες αναμφισβήτητα υπογραμμίζουν μεταξύ άλλων την ποιητική δεξιοτεχνία της Λίλιαν Μπουράνη:

Κι εκβάλλω απ’ τη θάλασσα / γυμνή, / σαν ανοιγμένο όστρακο / ακουμπώ / στην κοιλιά σου. / Μη σαλεύεις! / μισοκοιμάται η στιγμή…// Ζεστός / σαν Λίβας…// κι οι λέξεις πέφταν / γράμμα το γράμμα / σαν χαλασμένοι σοβάδες. // Καμιά φορά η αγάπη…/ σαν μαύρη τρομαγμένη κατσαρίδα // Σώμα μεταλλικό / σαν λέπι ψαριού.
 

Η εσωτερική φωνή της ποιήτριας, η φωνή της ψυχής της, μεταφέρεται άμεσα στη δική μας ψυχή, μ’ έναν τρόπο ξεχωριστό, με μια γραφή απέριττη και γλαφυρή, που σημαίνει πολλά κι αφήνει να εννοηθούν πολύ περισσότερα…

Η Λίλιαν Μπουράνη γράφει άλλοτε στο α΄ πρόσωπο, εκφράζοντας το δικό της είναι, τα βιώματά της, τον κόσμο της σκέψης κα της ψυχής της :

 (Προσκυνώ την αγάπη // Το πιο σπαρακτικό Επιτάφιο δάκρυ / το είδα να κυλά από έναν φαλλό… / Και τότε / πρόσταξα το σώμα μου ν’ ανθίσει…/ Μα ήμουν ολόκληρη Σταυρός. // Πρέπει να μάζεψα / τα πράγματά μου / σε κάποια στιγμή έκστασης. // Θρηνώ των λέξεων / την ασήμαντη θυσία) κι άλλοτε στο β΄ πρόσωπο – στο αντικείμενο αγάπης, έρωτα, θαυμασμού, μνήμης, νοσταλγίας οργής και θυμού (Ρίξε με στην αγκαλιά σου… / …μην με ταξιδέψεις / ποτέ / ως το τέλος! // Την ώρα που ενδύεσαι / το ιερό σου σχήμα… / σ’ αναγνωρίζω, άντρα! // Φύτεψέ με… / Δες με… / ψαλίδισέ μου… // Σε ψάχνει η νύχτα. / Όχι, μη βγαίνεις… // …θα αναδύεσαι / μέσ’ απ’ της μνήμης / τα λεπτά επιχρίσματα. // Να λείπεις ο μισός / κι ο άλλος μισός να κρύβεσαι / στις σκιές των περαστικών. // …θα πνιγείς / μέσα στο αίμα μου). Ιδιαίτερα συναρπαστικός είναι και ο επιγραμματικός – αποφθεγματικός λόγος της ποιήτριας, ο οποίος τίθεται συνήθως ως κατακλείδα της σύνθεσης: ταξίδι που το χόρτασες / χίλιες φορές ματαιωμένο. // Όταν βραδιάζει / καθένας μας / καληνυχτίζει / τα δικά του τοπία. // Όλα αναβάλλονται / στο χρόνο. // …διαρκούμε περισσότερο / από τις ιστορίες μας.

 

Πιστεύω ανεπιφύλακτα ότι η Λίλιαν Μπουράνη από το πρώτο κιόλας ποιητικό της έργο καταξιώνεται ως Ποιήτρια. Ως ποιήτρια, της οποίας το έργο σφραγίζεται από μία εξαιρετικά υψηλή ποιητική δεξιοτεχνία. Τα «Ερώματα», με τις ιδιαίτερα προσεγμένες από κάθε άποψη συνθέσεις τους, με την εκπληκτική νοηματική δύναμη και τη μουσικότητα των στίχων τους, ξεχωρίζουν σαν ένα άστρο ολόφωτο μέσα στον απέραντο έναστρο ουρανό της Σύγχρονης Ελληνικής Ποίησης…

Τελειώνοντας, θα ήθελα να παραθέσω τον επίλογο ενός εξαιρετικού άρθρου με τίτλο «Ο Κόσμος Της Κυρίας Λίλιαν Μπουράνη», που έγραψε πρόσφατα ο Κώστας Μπίρμπας και το οποίο – ειλικρινά – εκφράζει απόλυτα και τις δικές μου σκέψεις και τα δικά μου συναισθήματα:

«…Ο κόσμος της Λίλιαν Μπουράνη είναι ένας κόσμος γλυκός. Όχι γλυκερός, ούτε τρυφηλός. Είναι ένας κόσμος γλυκός στην ουσία του. Έχει την γεύση των πιο αθώων φιλιών, του υποβρύχιου των παιδικών χρόνων, των παιδικών φόβων, των εφηβικών ματαιώσεων. Είναι ένας κόσμος αθώος! Είναι ένας κόσμος που αθωώνει πάντα τον κόσμο των άλλων. Είναι ένας κόσμος ευγενής. Είναι ένας κόσμος γλυκός. Η ποίηση της κυρίας Μπουράνη μπορεί να λυπάται και να θλίβεται αλλά είναι μια ποίηση που χαμογελά στους ανθρώπους. Όπως ακριβώς το πρόσωπό της.

Είναι μια ποίηση ειλικρινής».

 

Γιόλα Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου

(Επίκουρη Καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών)

 

bottom of page